έννυμι

έννυμι
ἕννυμι και ἑννύω, ιων. τ. εἵνυμι και εἱνύω (Α)
1. ντύνω, περιβάλλω κάποιον με κάτι (ενδύματα, ασπίδα, πανοπλία κ.λπ.)
2. (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, φορώ κάτι («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα εἷμαι» — έχω φορέσει στο σώμα μου παλιόρουχα, Ομ. Οδ.)
3. σκεπάζω το σώμα μου, σκεπάζομαι, καλύπτομαι («ὦ τὸν ἀεὶ κατὰ γᾱς σκότον εἵμενος» — ω εσύ, που έχεις σκεπαστεί με το αιώνιο σκοτάδι τού Άδη, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αττικός ενεστώτας έννῡμι και ο ιων. είνῡμι προέρχονται από τ. *Fεσ-νῡ-μι και ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *wes- «ντύνω, φορώ», που αποτελεί πιθ. παρεκτεταμένη σε -es- μορφή τής ρίζας *eu-, η οποία απαντά στα λατ. ex-uō «ξεντύνω», ind-uō «ντύνω». Η ύπαρξη διπλού -ν- στο έννυμι, που οφείλεται σε αφομοίωση τού -σ- προς το -ν-, αποτελεί βασικό φαινόμενο τής αττικής διαλέκτου για λέξεις αυτού τού τύπου (πρβλ. ζών-νῡμι, σβέν-νῡμι). Ο ελλ. τ. αντιστοιχεί ακριβώς στο αρμεν. z-genum «ντύνομαι», ενώ η Ινδο-ιρανική και η Χεττ. εμφανίζουν τύπους αθέματου ριζικού ενεστώτα (πρβλ. αρχ. ινδ. vaste «ντύνεται», β' πληθ. ενεργητ. προστ. χεττ. veš-ten, γ' εν. οριστ. μέσου ενεστώτα veš-), που αντιστοιχεί στον ομηρικό τ. είμαι (< *Fεσ-μαι), μολονότι η μτχ. ειμένος δείχνει ότι ο τ. λειτουργεί ως παρακμ. Τέλος, με τη ρίζα τού έννυμι συνδέονται και οι λέξεις έσθος, εσθής (-ήτος), είμα, ιμάτιο, αμφίεσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἕννυμι — ἕννῡμι , ἕννυμι ves pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱμένα — ἕννυμι ves perf part pass neut nom/voc/acc pl εἱμένᾱ , ἕννυμι ves perf part pass fem nom/voc/acc dual εἱμένᾱ , ἕννυμι ves perf part pass fem nom/voc sg (doric aeolic) ἕζομαι seat oneself perf part mp neut nom/voc/acc pl εἱμένᾱ , ἕζομαι seat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱνύω — ἕννυμι ves pres subj act 1st sg (epic ionic) ἕννυμι ves pres subj act 1st sg (ionic) ἕννυμι ves pres ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑννύω — ἕννυμι ves pres subj act 1st sg ἕννυμι ves pres subj act 1st sg ἕννυμι ves pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵατο — ἕννυμι ves plup ind pass 3rd pl (epic) ἕννυμι ves plup ind pass 3rd pl (epic ionic) ἕζομαι seat oneself plup ind mp 3rd pl (epic ionic) ἧμαι es plup ind mid 3rd pl ἵημι Ja c io plup ind mp 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἵνυον — ἕννυμι ves imperf ind act 3rd pl (ionic) ἕννυμι ves imperf ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἷσο — ἕννυμι ves plup ind pass 2nd sg ἕννυμι ves perf imperat pass 2nd sg ἕζομαι seat oneself plup ind mp 2nd sg ἕζομαι seat oneself perf imperat mp 2nd sg ἵημι Ja c io aor ind mid 2nd sg ἵημι Ja c io plup ind mp 2nd sg ἵημι Ja c io perf imperat mp 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑννύμεναι — ἕννυμι ves pres part mp fem nom/voc pl ἕννυμι ves pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσσαμένω — ἕννυμι ves aor part mid masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἕννυμι ves aor part mid masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἵζω si sd o aor part mid masc/neut nom/voc/acc dual ἵζω si sd o aor part mid masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσσαμένων — ἕννυμι ves aor part mid fem gen pl (epic) ἕννυμι ves aor part mid masc/neut gen pl (epic) ἵζω si sd o aor part mid fem gen pl ἵζω si sd o aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”